- βέτο
- (λατιν. veto = απαγορεύω). Το δικαίωμα της αρνησικυρίας. Λέγεται επίσης και η εξουσία που έχει κάποιος σε μια ομάδα ανθρώπων ή σε μια υπηρεσία να δέχεται ή να αποκρούει τελεσίδικα τις αποφάσεις των άλλων.
Στο αστικό δίκαιο, το β. ενός κρατικού οργάνου στην απόφαση άλλου οργάνου δεν επιτρέπει στην απόφαση αυτή να λάβει νόμιμη ισχύ.
Στο διεθνές δίκαιο, β. είναι η καθιερωμένη από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ αρχή της ομοφωνίας των μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Κίνας), για την ψήφιση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας εκτός από τις αποφάσεις που αναφέρονται σε ζητήματα διαδικασίας. Το 1950 αποφασίστηκε, όσες φορές το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις για περιπτώσεις απειλής κατά της ειρήνης από έλλειψη ομοφωνίας των πέντε μόνιμων μελών του, να μπορεί να παίρνει σχετικές αποφάσεις η γενική συνέλευση του ΟΗΕ. Β. επίσης προβλέπεται και από τον καταστατικό χάρτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο όρος β. χρησιμοποιήθηκε σε διεθνή κλίμακα από τους περασμένους αιώνες. Β. προβλεπόταν από το πολιτικό σύνταγμα του 17ου αι. έως το 1791 και βασιζόταν στην αρχή της ισότητας μεταξύ των ευγενών μελών της βουλής. Στην Αγγλία είχε και έχει δικαίωμα β. ο βασιλιάς. Στη Γαλλία, στον 18ο αι. οι Γάλλοι ονόμαζαν τον Λουδοβίκο ΙΣΤ’ και τη Μαρία Αντουανέτα «Κύριος και Κυρία Β.», από το δικαίωμα αρνησικυρίας που τους παραχώρησε το σύνταγμα του 1791. Δικαίωμα β. έχουν και οι κυβερνήτες των πολιτειών των ΗΠΑ, εκτός της Μασαχουσέτης. Δικαίωμα β. έχει επίσης και ο πρόεδρος των ΗΠΑ για τις πράξεις του αμερικανικού κογκρέσου. Τέλος, β. είχε και ο αυτοκράτορας των Φράγκων στον Μεσαίωνα σχετικά με την εκλογή του πάπα. Τo δικαίωμα αυτό καταργήθηκε το 1804.
* * *το1. το δικαίωμα των Ρωμαίων δημάρχων να αντιτάσσονται σε κάθε απόφαση ή πράξη των ρωμαϊκών Αρχών2. το δικαίωμα αρνησικυρίας, με το οποίο εμποδίζεται, ματαιώνεται ή ανατρέπεται η λήψη απόφασης από συλλογικό όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < (λατ. ρ.) veto «απαγορεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.